- ἐξέβαλε
- ἐκβάλλωthrowaor ind act 3rd sgἐξέβᾱλε , ἐκβάλλωthrowaor ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гънати — (105), ЖЕН|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Быстро передвигаться: въсѣдъ же іѡ҃а. на конь. и гнаше напрасно ища ѡвчѩте х(с)вы погыбъшаго. ПрЛ XIII, 32б; Половци же ѹслышавше ихъ ѿшедши(х) гнаша ѡтаи к Пере˫аславлю. и взѩша всѣ городы по Сулѣ. ЛЛ 1377, 135 (1186);… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
низъложити — НИЗЪЛОЖ|ИТИ (46), ОУ, ИТЬ гл. 1. Разрушить, уничтожить: онъ же расмѣ˫авъсѧ ѹко||ри идольскую немощь... мл҃твою капища низложи Пр 1383, 4б–в; придеть въ едiно времѧ ча(с). ниизложить [так!] твое многое приобрѣтенье. (καταβολῃ) ФСт XIV, 209г; и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BILINGUES — Plauto non semel serpentes dicti, in Persa, Actu 2. sc. 4. v. 28. in Asinaria etc. Nempe, si Salmasio credimus, serpentes tam tremulô motu crispant linguam, ut non una, sed gemina, videatur esse, Quomodo sarissam duplicare dicebantur, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
NUMMULARII — Graece Κολλυβιςταὶ, Matth. c. 21. v. 12. Καὶ ἐισῆλθεν ὁ Ιἠσοῦς ἐις τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας εν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶ κολλυβιςτῶν κατέςτρεψε, κταλ. Et introrvit Iesus in Templum Dei et eiecit omnes … Hofmann J. Lexicon universale
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
κολλυβιστής — ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω] αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ) νεοελλ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι… … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
Ακύφας — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Η δωρική τετράπολη, την οποία αποτελούσαν οι πόλεις Ερινεός, Βοίον, Κυτίνιον και Πίνδος. Την πληροφορία αυτή μας δίνει ο Στράβων. Η Α. βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Ακύφα που εξέβαλε στον Κηφισό. 2. Με το ίδιο… … Dictionary of Greek
Γοργοπόταμος — I Ποταμός του νομού Φθιώτιδος. Πηγάζει από την Οίτη, από δύο τοποθεσίες της, τη μία ανάμεσα στη θέση Καταβύθρας και Γρεβενούς και την άλλη στη θέση Πυρά. Ο Γ. εξέβαλε άλλοτε στον Μαλιακό κόλπο, αλλά σήμερα με τις προσχώσεις ενώνεται με τον… … Dictionary of Greek
Καράκουμ — (Kara kum). Έρημος (350.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Τουρκμενιστάν (300.000 τ. χλμ.) και τμήμα του Καζακστάν. Στα Β και ΒΑ συνορεύει με το κοίλωμα Σάρι Καμίς και την κοιλάδα του ποταμού Αμού… … Dictionary of Greek